- παράφυσις
- παράφυσιςattachmentfem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παραφύσει — παράφυσις attachment fem nom/voc/acc dual (attic epic) παραφύσεϊ , παράφυσις attachment fem dat sg (epic) παράφυσις attachment fem dat sg (attic ionic) παραφύ̱σει , παραφύομαι aor subj act 3rd sg (epic) παραφύ̱σει , παραφύομαι fut ind mid 2nd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφύσεις — παράφυσις attachment fem nom/voc pl (attic epic) παράφυσις attachment fem nom/acc pl (attic) παραφύ̱σεις , παραφύομαι aor subj act 2nd sg (epic) παραφύ̱σεις , παραφύομαι fut ind act 2nd sg παραφυσάω blow upon imperf ind act 2nd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παραφύσιας — παράφυσις attachment fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παράφυσιν — παράφυσις attachment fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Гимений — Поперечный срез пластинки шампиньона двуспорового, рисунок XIX в. h гимениальный слой bas базидии … Википедия
παράφυση — η / παράφυσις, ύσεως, ἡ Α [παραφύω] νεοελλ. 1. βοτ. μονοκύτταρη στείρα νηματοειδής απόφυση πού βρίσκεται στο μυκήλιο μερικών βρυοφύτων και φυκών, καθώς και μεταξύ τών βασιδίων ή τών ασκών τών ανώτερων μυκήτων 2. (συγκρ. ανατ.) πρόσθιο εκκόλπωμα… … Dictionary of Greek
παραφύσεως — παραφύσεω̆ς , παράφυσις attachment fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)